- στεγανότητα
- ητο να είναι κάτι στεγανό: Δεν ελέγχθηκε σχολαστικά η στεγανότητα αυτού του δοχείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στεγανότητα — η / στεγανότης, ητος, ΝΜΑ [στεγανός] η ιδιότητα τού στεγανού, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές νεοελλ. 1. τεχνολ. ιδιότητα υλικού ή τεχνουργήματος που εμποδίζει την μέσω αυτού διέλευση υγρών, αερίων, σκόνης ή υγρασίας 2. μτφ. πλήρης… … Dictionary of Greek
στεγανότητα — στεγανότης imperviousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
διάναξις — ( εως), η (Α) [διανάσσω] καλαφάτισμα, ματζακόνισμα (για τη στεγανότητα σκάφους) … Dictionary of Greek
διανάσσω — και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) [νάσσω] 1. καλαφατίζω, ματζακονίζω 2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να τού προσδώσω στεγανότητα … Dictionary of Greek
διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
ερμητικότητα — η [ερμητικός] η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα … Dictionary of Greek